τριήμερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριήμερο τα τριήμερα
      γενική του τριήμερου των τριήμερων
    αιτιατική το τριήμερο τα τριήμερα
     κλητική τριήμερο τριήμερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τριήμερο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τριήμερο ουδέτερο

  1. χρονικό διάστημα τριών ημερών
  2. (ειδικότερα) τρεις ημέρες που περιλαμβάνουν αργίες ή και γιορτές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.