τριήμερα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τριήμερα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τριήμερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τρισάγιο που γίνεται στον τάφο την τρίτη ημέρα από τον θάνατο Χριστιανού
Μεταφράσεις
τριήμερα
|
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
τριήμερα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τριήμερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.