τρελούτσικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τρελούτσικος | η | τρελούτσικη | το | τρελούτσικο |
| γενική | του | τρελούτσικου | της | τρελούτσικης | του | τρελούτσικου |
| αιτιατική | τον | τρελούτσικο | την | τρελούτσικη | το | τρελούτσικο |
| κλητική | τρελούτσικε | τρελούτσικη | τρελούτσικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρελούτσικοι | οι | τρελούτσικες | τα | τρελούτσικα |
| γενική | των | τρελούτσικων | των | τρελούτσικων | των | τρελούτσικων |
| αιτιατική | τους | τρελούτσικους | τις | τρελούτσικες | τα | τρελούτσικα |
| κλητική | τρελούτσικοι | τρελούτσικες | τρελούτσικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τρελούτσικος < τρελός + υποκοριστικό επίθημα -ούτσικος
Μεταφράσεις
τρελούτσικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.