τραυματολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραυματολογία οι τραυματολογίες
      γενική της τραυματολογίας των τραυματολογιών
    αιτιατική την τραυματολογία τις τραυματολογίες
     κλητική τραυματολογία τραυματολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραυματολογία < (τραύμα) τραυματ- + -ο- + -λογία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

τραυματολογία θηλυκό

  • (ιατρική) τμήμα της ιατρικής επιστήμης, συνήθως της ορθοπαιδικής, που ασχολείται με τη διάγνωση και τη θεραπεία των σωματικών τραυματισμών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.