hurt

Αγγλικά (en)

ενεστώτας hurt
γ΄ ενικό ενεστώτα hurts
αόριστος hurt
παθητική μετοχή hurt
ενεργητική μετοχή hurting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ρήμα

hurt (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) πληγώνω
    Ten passengers were hurt.
    Πληγώθηκαν δέκα επιβάτες.
  2. (αμετάβατο) πονάω, νιώθω πόνο
    My chest hurts, doctor.
    Πονάει το στήθος μου, γιατρέ.
    My head hurts.
    Με πονάει το κεφάλι μου.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.