τρανσεξουαλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τρανσεξουαλικός | η | τρανσεξουαλική | το | τρανσεξουαλικό |
| γενική | του | τρανσεξουαλικού | της | τρανσεξουαλικής | του | τρανσεξουαλικού |
| αιτιατική | τον | τρανσεξουαλικό | την | τρανσεξουαλική | το | τρανσεξουαλικό |
| κλητική | τρανσεξουαλικέ | τρανσεξουαλική | τρανσεξουαλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρανσεξουαλικοί | οι | τρανσεξουαλικές | τα | τρανσεξουαλικά |
| γενική | των | τρανσεξουαλικών | των | τρανσεξουαλικών | των | τρανσεξουαλικών |
| αιτιατική | τους | τρανσεξουαλικούς | τις | τρανσεξουαλικές | τα | τρανσεξουαλικά |
| κλητική | τρανσεξουαλικοί | τρανσεξουαλικές | τρανσεξουαλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τρανσεξουαλικός < τρανσέξουαλ + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transsexual)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.