τρίαινα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τρίαινα | οι | τρίαινες |
| γενική | της | τρίαινας | των | τριαινών |
| αιτιατική | την | τρίαινα | τις | τρίαινες |
| κλητική | τρίαινα | τρίαινες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρίαινα < αρχαία ελληνική τρίαινα. Αναλύεται σε τρί- + -αινα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾi.e.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρί‐αι‐να
Ουσιαστικό
τρίαινα θηλυκό
Συγγενικά
- τριαινοειδής
- τριαινοφόρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.