τουρμπάνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τουρμπάνι | τα | τουρμπάνια |
| γενική | του | τουρμπανιού | των | τουρμπανιών |
| αιτιατική | το | τουρμπάνι | τα | τουρμπάνια |
| κλητική | τουρμπάνι | τουρμπάνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Σιχ με τουρμπάνι
Προφορά
- ΔΦΑ : /tuɾˈba.ni/
Ουσιαστικό
τουρμπάνι ουδέτερο
- λωρίδα λεπτού υφάσματος που τυλίγουν μουσουλμάνοι γύρω από το κεφάλι τους
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.