τουρμπάν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τουρμπάν < γαλλική turban < μέση γαλλική turbant < ιταλική turbante < τουρκική tülbent < περσική دلبند (dolband: τουρμπάνι, καπέλο, διάδημα) < دل (καρδιά, πνεύμα) + بند (λωρίδα, δεσμός)

Ουσιαστικό

τουρμπάν ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.