τουρέλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τουρέλο | τα | τουρέλα |
| γενική | του | τουρέλου | των | τουρέλων |
| αιτιατική | το | τουρέλο | τα | τουρέλα |
| κλητική | τουρέλο | τουρέλα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τουρέλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τουρέλο ουδέτερο
- (ναυπηγικός όρος, ιδιωματικό) μαδέρι του πετσώματος πλοίου (το πρώτο, ξεκινώντας από την καρένα)
- τουρέλι
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τουρέλο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.