επιστρόφιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιστρόφιο τα επιστρόφια
      γενική του επιστρόφιου των επιστρόφιων
    αιτιατική το επιστρόφιο τα επιστρόφια
     κλητική επιστρόφιο επιστρόφια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιστρόφιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επιστρόφιο ουδέτερο

  • επιστρόφιον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.