τουλούμι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τουλούμι τα τουλούμια
      γενική του τουλουμιού των τουλουμιών
    αιτιατική το τουλούμι τα τουλούμια
     κλητική τουλούμι τουλούμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τουλούμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tulum +

Ουσιαστικό

τουλούμι ουδέτερο

  1. ασκί από δέρμα
  2. (ειδικότερα) δερμάτινο ασκί για τυρί
  3. (ειδικότερα) η γκάιντα

Παράγωγα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.