τουλουπάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τουλουπάνι τα τουλουπάνια
      γενική του τουλουπανιού των τουλουπανιών
    αιτιατική το τουλουπάνι τα τουλουπάνια
     κλητική τουλουπάνι τουλουπάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τουλουπάνι < μεσαιωνική ελληνική τουλουπάνι < ιταλική tolpan < τουρκική tülbent [1] < οθωμανική τουρκική تولبند (tülbend) < περσική دلبند (dolband)

Ουσιαστικό

τουλουπάνι ουδέτερο

  1. κομμάτι ύφασμα με αραιή ύφανση που μπορεί και να χρησιμοποιηθεί ως φίλτρο για να στραγγίξει κάτι, π.χ. το τυρί
    Εκείνος κρατούσε σφιχτά ένα τουλουπάνι και πασπάλιζε με θειάφι τις ξυλαγγουριές. (Γ. Μακριδάκης, Αντί Στεφάνου, 2015)
  2. τουλπάνι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.