τουλπάνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τουλπάνι | τα | τουλπάνια |
| γενική | του | τουλπανιού | των | τουλπανιών |
| αιτιατική | το | τουλπάνι | τα | τουλπάνια |
| κλητική | τουλπάνι | τουλπάνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τουλπάνι < μεσαιωνική ελληνική τουλπάνι < ιταλική tolpan < τουρκική tülbent [1] < οθωμανική τουρκική تولبند (tülbend) < περσική دلبند (dolband)
Ουσιαστικό
τουλπάνι ουδέτερο
- τούλι
- Μιὰ λάμπα μὲ πολλὰ φῶτα, τυλιγμένη σὲ ψιλὸ τουλπάνι. (Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Το χαλί όπου παίζαμε ήτανε κόκκινο, 1996)
- κεφαλομάντιλο, κεφαλόδεσμος
- τουλουπάνι
- τουλμπάνι
Μεταφράσεις
τουλπάνι
|
|
Αναφορές
- τουλπάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.