τουβλόκτιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τουβλόκτιστος η τουβλόκτιστη το τουβλόκτιστο
      γενική του τουβλόκτιστου της τουβλόκτιστης του τουβλόκτιστου
    αιτιατική τον τουβλόκτιστο την τουβλόκτιστη το τουβλόκτιστο
     κλητική τουβλόκτιστε τουβλόκτιστη τουβλόκτιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τουβλόκτιστοι οι τουβλόκτιστες τα τουβλόκτιστα
      γενική των τουβλόκτιστων των τουβλόκτιστων των τουβλόκτιστων
    αιτιατική τους τουβλόκτιστους τις τουβλόκτιστες τα τουβλόκτιστα
     κλητική τουβλόκτιστοι τουβλόκτιστες τουβλόκτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία el

τουβλόκτιστος < τούβλο + κτιστός

Επίθετο

τουβλόκτιστος, -η, -ο αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  • κτίσμα, τοίχος, δομημένος από τούβλα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.