τιτλομανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τιτλομανής η τιτλομανής το τιτλομανές
      γενική του τιτλομανούς* της τιτλομανούς του τιτλομανούς
    αιτιατική τον τιτλομανή την τιτλομανή το τιτλομανές
     κλητική τιτλομανή(ς) τιτλομανής τιτλομανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τιτλομανείς οι τιτλομανείς τα τιτλομανή
      γενική των τιτλομανών των τιτλομανών των τιτλομανών
    αιτιατική τους τιτλομανείς τις τιτλομανείς τα τιτλομανή
     κλητική τιτλομανείς τιτλομανείς τιτλομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τιτλομανής < τίτλ(ος) + -ο- + -μανής

Επίθετο

τιτλομανής

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.