τηγανόψωμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τηγανόψωμο τα τηγανόψωμα
      γενική του τηγανόψωμου των τηγανόψωμων
    αιτιατική το τηγανόψωμο τα τηγανόψωμα
     κλητική τηγανόψωμο τηγανόψωμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τηγανόψωμο < τηγάν(ι) + -ό- + -ψωμο  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

τηγανόψωμο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.