λαλαγκόψωμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαλαγκόψωμο τα λαλαγκόψωμα
      γενική του λαλαγκόψωμου των λαλαγκόψωμων
    αιτιατική το λαλαγκόψωμο τα λαλαγκόψωμα
     κλητική λαλαγκόψωμο λαλαγκόψωμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαλαγκόψωμο < λαλάγγ(ι) + -ό- + -ψωμο  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

λαλαγκόψωμο ουδέτερο

  • (γαστρονομία) είδος τηγανόψωμου από την τοπική κουζίνα της Καλαμάτας

  • λαλαγγόψωμο[1]

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν Ελληνογαλλικόν και Γαλλοελληνικόν - Τόμος Β΄, 1909 , αναφέρεται ως διάλεκτος Λεντεκάδας (σημερινή Ροδιά Μεσσηνίας)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.