τζοχανταραίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τζοχανταραίος | οι | τζοχανταραίοι |
| γενική | του | τζοχανταραίου | των | τζοχανταραίων |
| αιτιατική | τον | τζοχανταραίο | τους | τζοχανταραίους |
| κλητική | τζοχανταραίε | τζοχανταραίοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
τζοχανταραίος αρσενικό
- (ιστορία) επίλεκτος σωματοφύλακας
- ※ Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι (δημοτικό, Της Λένως Μπότσαρη)
- (μεταφορικά, υβριστικό, παρωχημένο, στον πληθυντικό) όρχεις
- τσοχανταραίος
- τσοχαδαραίος
- τσοχαδάρης
- τσοχαντάρης
- τζοχαντάρης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τσόχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.