τσόχα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσόχα | οι | τσόχες |
| γενική | της | τσόχας | των | (τσοχών) |
| αιτιατική | την | τσόχα | τις | τσόχες |
| κλητική | τσόχα | τσόχες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσόχα < (άμεσο δάνειο) τουρκική çuha < περσική چوخا (chukha, μάλλινο ένδυμα)
Ουσιαστικό
τσόχα θηλυκό
- ένα μαλακό μάλλινο ύφασμα
- ύφασμα που χρησιμοποιείται για να καλύψει τραπέζια μπιλιάρδου
- ≈ συνώνυμα: πράσινο ύφασμα
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.