τσόχα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσόχα οι τσόχες
      γενική της τσόχας των (τσοχών)
    αιτιατική την τσόχα τις τσόχες
     κλητική τσόχα τσόχες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσόχα < (άμεσο δάνειο) τουρκική çuha < περσική چوخا (chukha, μάλλινο ένδυμα)

Ουσιαστικό

τσόχα θηλυκό

  1. ένα μαλακό μάλλινο ύφασμα
  2. ύφασμα που χρησιμοποιείται για να καλύψει τραπέζια μπιλιάρδου
     συνώνυμα: πράσινο ύφασμα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.