τζουτζές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζουτζές οι τζουτζέδες
      γενική του τζουτζέ των τζουτζέδων
    αιτιατική τον τζουτζέ τους τζουτζέδες
     κλητική τζουτζέ τζουτζέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τζουτζές < (άμεσο δάνειο) τουρκική cüce ("νάνος") < περσική جوجه (cūca, "κοτοπουλάκι")

Ουσιαστικό

τζουτζές αρσενικό

  1. γελωτοποιός
  2. (συνεκδοχικά) άνθρωπος που δεν είναι σοβαρός, ο γελοίος
    μ' έχει βάλει στο μάτι αυτός ο τζουτζές στη γραμματεία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.