τζιπάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζιπάκι τα τζιπάκια
      γενική
    αιτιατική το τζιπάκι τα τζιπάκια
     κλητική τζιπάκι τζιπάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τζιπάκι < τζιπ + υποκοριστικό επίθημα -άκι < αγγλική jeep < G. P. < general purpose

Ουσιαστικό

τζιπάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.