τζιπ
Νέα ελληνικά (el)

Ένα στρατιωτικό τζιπ (Willys MA) της εποχής του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου

Ένα σύγχρονο τζιπ

αμερικανικό Humvee στο Ιράκ
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈd͡zip/
Ουσιαστικό
τζιπ ουδέτερο άκλιτο
- επιβατικό (στρατιωτικό ή πολιτικό) όχημα με (συνήθως) τετρακίνηση για ευκολότερη μετακίνηση σε ανώμαλους δρόμους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.