τζιβιτζιλίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζιβιτζιλίκι τα τζιβιτζιλίκια
      γενική
    αιτιατική το τζιβιτζιλίκι τα τζιβιτζιλίκια
     κλητική τζιβιτζιλίκι τζιβιτζιλίκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τζιβιτζιλίκι < (;) + -ιλίκι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /tzi.vi.tziˈli.ci/

Ουσιαστικό

τζιβιτζιλίκι ουδέτερο

  1. (αργκό) μπιχλιμπίδι
  2. (αργκό) το ερωτικό παιχνίδι λεσβιών, η ερωτοτροπία, το μπαλαμούτιασμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.