μπιχλιμπίδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπιχλιμπίδι | τα | μπιχλιμπίδια |
| γενική | του | μπιχλιμπιδιού | των | μπιχλιμπιδιών |
| αιτιατική | το | μπιχλιμπίδι | τα | μπιχλιμπίδια |
| κλητική | μπιχλιμπίδι | μπιχλιμπίδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπιχλιμπίδι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μπιχλιμπίδι ουδέτερο
- η γενική ονομασία για μικρού μεγέθους και μικρής αξίας αντικείμενο που χρησιμοποιείται σαν στολίδι
- (μεταφορικά) (χαϊδευτικά ή ειρωνικά) κάθε μικροαντικείμενο
Μεταφράσεις
φτηνό κόσμημα
|
|
φτηνό οικιακό διακοσμητικό
|
μικροαντικείμενο χαμηλής αισθητικής και χρηστικότητας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.