μπιχλιμπίδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιχλιμπίδι τα μπιχλιμπίδια
      γενική του μπιχλιμπιδιού των μπιχλιμπιδιών
    αιτιατική το μπιχλιμπίδι τα μπιχλιμπίδια
     κλητική μπιχλιμπίδι μπιχλιμπίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπιχλιμπίδι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μπιχλιμπίδι ουδέτερο

  1. η γενική ονομασία για μικρού μεγέθους και μικρής αξίας αντικείμενο που χρησιμοποιείται σαν στολίδι
  2. (μεταφορικά) (χαϊδευτικά ή ειρωνικά) κάθε μικροαντικείμενο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.