κύκλος εργασιών
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος
κύκλος εργασιών ουδέτερο
- (λογιστική) το σύνολο των καθαρών πωλήσεων ή/και τιμολογήσεων μιας επιχείρησης, ενός ελεύθερου επαγγελματία, ενός επιτηδευματία μη συμπεριλαμβανομένων των φόρων (πχ. ΦΠΑ) σε ορισμένο χρονικό διάστημα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.