τεχνουργικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τεχνουργικός | η | τεχνουργική | το | τεχνουργικό |
| γενική | του | τεχνουργικού | της | τεχνουργικής | του | τεχνουργικού |
| αιτιατική | τον | τεχνουργικό | την | τεχνουργική | το | τεχνουργικό |
| κλητική | τεχνουργικέ | τεχνουργική | τεχνουργικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τεχνουργικοί | οι | τεχνουργικές | τα | τεχνουργικά |
| γενική | των | τεχνουργικών | των | τεχνουργικών | των | τεχνουργικών |
| αιτιατική | τους | τεχνουργικούς | τις | τεχνουργικές | τα | τεχνουργικά |
| κλητική | τεχνουργικοί | τεχνουργικές | τεχνουργικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τεχνουργικός < τεχνουργός / τεχνουργία + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις τεχνουργός, τέχνη και έργο
Μεταφράσεις
τεχνουργικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.