τετραχλωράνθρακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τετραχλωράνθρακας | οι | τετραχλωράνθρακες |
| γενική | του | τετραχλωράνθρακα | των | τετραχλωρανθράκων |
| αιτιατική | τον | τετραχλωράνθρακα | τους | τετραχλωράνθρακες |
| κλητική | τετραχλωράνθρακα | τετραχλωράνθρακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό

Η μοριακή δόμη του τετραχλωράνθρακα.
τετραχλωράνθρακας ουδέτερο
- (χημεία) Χημική ένωση με τύπο CCl4. Είναι άχρωμο υγρό με σημείο βρασμού τους 77°C. Αποτελεί άριστο διαλυτικό μέσο για λίπη και έλαια. Επειδή δεν καίγεται και σχηματίζει βαρείς ατμούς χρησιμοποιείται στους πυροσβεστήρες. Τέλος, χρησιμεύει και ως αντιπαρασιτικό, ενώ αν και έχει αναισθητικές ιδιότητες δεν χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό εξαιτίας της μεγάλης του τοξικότητας.
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τετραχλωράνθρακας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.