τεστοστερόνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεστοστερόνη οι τεστοστερόνες
      γενική της τεστοστερόνης των τεστοστερονών
    αιτιατική την τεστοστερόνη τις τεστοστερόνες
     κλητική τεστοστερόνη τεστοστερόνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τεστοστερόνη < (λόγιο δάνειο) αγγλική testosterone[1] < λατινικά testis (όρχις) + -όνη

Ουσιαστικό

τεστοστερόνη θηλυκό

  • (βιολογία) στεροειδές ανδρογόνο που παράγεται στους όρχεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.