ανδρογόνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανδρογόνο | τα | ανδρογόνα |
| γενική | του | ανδρογόνου | των | ανδρογόνων |
| αιτιατική | το | ανδρογόνο | τα | ανδρογόνα |
| κλητική | ανδρογόνο | ανδρογόνα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανδρογόνο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ανδρογόνο ουδέτερο
- (βιολογία) ανδρική ορμόνη που προκαλεί την ανάπτυξη δευτερευόντων σεξουαλικών χαρακτηριστικών, όπως π.χ. η τεστοστερόνη
- (ιατρική, φαρμακευτική) συνθετική ορμόνη που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση φυσικού επιπέδου ανδρικών ορμονών που συνήθως παράγονται φυσιολογικά από το ανθρώπινο σώμα στους όρχεις και τα επινεφρίδια
Μεταφράσεις
ανδρογόνο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.