ανδρογόνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανδρογόνο τα ανδρογόνα
      γενική του ανδρογόνου των ανδρογόνων
    αιτιατική το ανδρογόνο τα ανδρογόνα
     κλητική ανδρογόνο ανδρογόνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανδρογόνο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ανδρογόνο ουδέτερο

  1. (βιολογία) ανδρική ορμόνη που προκαλεί την ανάπτυξη δευτερευόντων σεξουαλικών χαρακτηριστικών, όπως π.χ. η τεστοστερόνη
  2. (ιατρική, φαρμακευτική) συνθετική ορμόνη που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση φυσικού επιπέδου ανδρικών ορμονών που συνήθως παράγονται φυσιολογικά από το ανθρώπινο σώμα στους όρχεις και τα επινεφρίδια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.