αλκοτέστ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλκοτέστ < (λόγιο δάνειο) γαλλική alcootest[1] ή alcotest
Ουσιαστικό
αλκοτέστ ουδέτερο άκλιτο
- εξέταση που δείχνει τα επίπεδα του οινοπνεύματος στον ανθρώπινο οργανισμό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αλκοόλ
Μεταφράσεις
- αλκοτέστ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.