τερατούργημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τερατούργημα τα τερατουργήματα
      γενική του τερατουργήματος των τερατουργημάτων
    αιτιατική το τερατούργημα τα τερατουργήματα
     κλητική τερατούργημα τερατουργήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τερατούργημα < (ελληνιστική κοινή) < τερατο- + έργο + -ημα

Προφορά

ΔΦΑ : /te.ɾaˈtuɾ.ʝi.ma/

Ουσιαστικό

τερατούργημα ουδέτερο

  1. ανθρώπινο κατασκεύασμα που προκαλεί αποστροφή με την ασχήμια του ή τη δυσλειτουργικότητά του
     συνώνυμα: έκτρωμα, κακοτέχνημα
     αντώνυμα: αριστούργημα
  2. πράξη που προκαλεί φρίκη κι αποτροπιασμό
     συνώνυμα: ανοσιούργημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.