τερατολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | τερατολόγος | οι | τερατολόγοι |
| γενική | του/της | τερατολόγου | των | τερατολόγων |
| αιτιατική | τον/την | τερατολόγο | τους/τις | τερατολόγους |
| κλητική | τερατολόγε | τερατολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τερατολόγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τερατολόγος[1] < τερατ- + -ο- + -λόγος
Συγγενικά
- τερατολόγημα
- τερατολογία
- → δείτε τις λέξεις τέρας και λέω
Μεταφράσεις
τερατολόγος
|
|
Αναφορές
- τερατολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.