τερατολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τερατολόγος οι τερατολόγοι
      γενική του/της τερατολόγου των τερατολόγων
    αιτιατική τον/την τερατολόγο τους/τις τερατολόγους
     κλητική τερατολόγε τερατολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τερατολόγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τερατολόγος[1] < τερατ- + -ο- + -λόγος

Ουσιαστικό

τερατολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.