τενέσιο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Ts
  • Ατομικός αριθμός : 117
  • Προηγούμενο = Lv
  • Επόμενο = Og

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

τενέσιο < (λόγιο δάνειο) αγγλική tennessine < Tennessee (η πολιτεία Τενεσί των Ηνωμένων Πολιτειών)

Ουσιαστικό

τενέσιο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τενέσιο τα τενέσια
      γενική του τενέσιου
& τενεσίου
των τενέσιων
& τενεσίων
    αιτιατική το τενέσιο τα τενέσια
     κλητική τενέσιο τενέσια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.