cerotto

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

cerotto < μεσαιωνική ελληνική κηρωτόν (=έμπλαστρο αλειμμένο με κερί) < αρχαία ελληνική κηρωτός (αλειμμένος με κερί) < κηρός

Ουσιαστικό

cerotto (it)

  1. τσιρότο
  2. λευκοπλάστης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.