ταχυγλωσσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταχυγλωσσία οι ταχυγλωσσίες
      γενική της ταχυγλωσσίας των ταχυγλωσσιών
    αιτιατική την ταχυγλωσσία τις ταχυγλωσσίες
     κλητική ταχυγλωσσία ταχυγλωσσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταχυγλωσσία < ταχύγλωσσος + -ια < ελληνιστική κοινή ταχύγλωσσος < αρχαία ελληνική ταχύς + γλώσσα

Ουσιαστικό

ταχυγλωσσία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.