ταυτολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταυτολογία | οι | ταυτολογίες |
| γενική | της | ταυτολογίας | των | ταυτολογιών |
| αιτιατική | την | ταυτολογία | τις | ταυτολογίες |
| κλητική | ταυτολογία | ταυτολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταυτολογία < ελληνιστική ταυτολογία < ταυτολόγος < τά αυτά + λέγω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.fto.loˈɣi.a/
Ουσιαστικό
ταυτολογία θηλυκό
- η επανάληψη του ίδιου νοήματος με διαφορετικές λέξεις
- (λογική) η σύνθετη λογική πρόταση που είναι πάντα 'Αληθής'[1]
- Αντώνυμο: αντίφαση
Συγγενικά
Υπερώνυμα
Αναφορές
- Γέωργιος Βούρος, Πάτρα 2002, «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 22. Προσπέλαση 2020-03-03
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.