σύνθετη πρόταση

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σύνθετη πρόταση <  δείτε τις λέξεις σύνθετη και πρόταση

Πολυλεκτικός όρος

σύνθετη πρόταση θηλυκό

  1. (γραμματική): η πρόταση που περιλαμβάνει περισσότερο από ένα υποκείμενο, ένα αντικείμενο ή ένα κατηγόρούμενο.
  2. (λογική) η λογική πρόταση που προκύπτει από μία ή δύο άλλες προτάσεις, με την χρήση μοναδιαίου ή δυαδικού λογικού τελεστή (λογικό συνδετικό) αντίστοιχα[1]
    Η λογική πρόταση: , (ο νόμος De Morgan) είναι σύνθετη πρόταση[2]
    Αντώνυμο: ατομική πρόταση

Αντώνυμα

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

  1. Γεώργιος Βούρος (Πάτρα 2002), «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 13. Προσπέλαση 2020-02-28
  2. Τυπολόγιο. Προσπέλαση 2020-02-27
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.