τατουέρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τατουέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική tatoueur
Ουσιαστικό
τατουέρ αρσενικό άκλιτο
- (επάγγελμα) αυτός που κάνει τατουάζ στο δέρμα άλλων ανθρώπων, ο δερματοστίκτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.