ταρταρούγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταρταρούγα οι ταρταρούγες
      γενική της ταρταρούγας των ταρταρούγων
    αιτιατική την ταρταρούγα τις ταρταρούγες
     κλητική ταρταρούγα ταρταρούγες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταρταρούγα < ιταλική tartaruga < υστερολατινική tartarucus < (ελληνιστική κοινή) ταρταροῦχος < Τάρταρος (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

ταρταρούγα θηλυκό

  • το κόκαλο της χελώνας ως υλικό κατασκευής κοκάλινων αντικειμένων
    γυαλιά από ταρταρούγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.