-σαλάτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -σαλάτα | οι | -σαλάτες |
| γενική | της | -σαλάτας | των | -σαλατών |
| αιτιατική | τη(ν) | -σαλάτα | τις | -σαλάτες |
| κλητική | -σαλάτα | -σαλάτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /saˈla.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -σα‐λα‐τα
Επίθημα
-σαλάτα θηλυκό
- επίθημα ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε σαλάτα με κύριο συστατικό το αναφερόμενο στο α' συνθετικό
- κοτοσαλάτα, πατατοσαλάτα, τυροσαλάτα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -σαλάτα στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-σαλάτα" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -σαλάτα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.