δασύτριχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δασύτριχος | η | δασύτριχη | το | δασύτριχο |
| γενική | του | δασύτριχου | της | δασύτριχης | του | δασύτριχου |
| αιτιατική | τον | δασύτριχο | τη | δασύτριχη | το | δασύτριχο |
| κλητική | δασύτριχε | δασύτριχη | δασύτριχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δασύτριχοι | οι | δασύτριχες | τα | δασύτριχα |
| γενική | των | δασύτριχων | των | δασύτριχων | των | δασύτριχων |
| αιτιατική | τους | δασύτριχους | τις | δασύτριχες | τα | δασύτριχα |
| κλητική | δασύτριχοι | δασύτριχες | δασύτριχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δασύτριχος < (ελληνιστική κοινή) δασύθριξ < δασύς + θρίξ (γενική: τριχός)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.