τανικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τανικός η τανική το τανικό
      γενική του τανικού της τανικής του τανικού
    αιτιατική τον τανικό την τανική το τανικό
     κλητική τανικέ τανική τανικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τανικοί οι τανικές τα τανικά
      γενική των τανικών των τανικών των τανικών
    αιτιατική τους τανικούς τις τανικές τα τανικά
     κλητική τανικοί τανικές τανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τανικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

τανικός, -ή, -ό

  1. (χημεία, οινολογία) που έχει αρκετές τανίνες
  2. στυφός, μπρούσκος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.