ταβανόσκουπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταβανόσκουπα | οι | ταβανόσκουπες |
| γενική | της | ταβανόσκουπας | — | |
| αιτιατική | την | ταβανόσκουπα | τις | ταβανόσκουπες |
| κλητική | ταβανόσκουπα | ταβανόσκουπες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ταβανόσκουπα θηλυκό
- νταβανόσκουπα
Μεταφράσεις
ταβανόσκουπα
|
|
Πηγές
- ταβανόσκουπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
