τέντζερης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τέντζερης | οι | τεντζέρηδες |
| γενική | του | τέντζερη | των | τεντζέρηδων |
| αιτιατική | τον | τέντζερη | τους | τεντζέρηδες |
| κλητική | τέντζερη | τεντζέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τέντζερης < τουρκική tencere < οθωμανική τουρκική تنجره < αραβική طنجرة (ṭanjara) < περσική تنگیره (tangira)
Εκφράσεις
- κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι
Συγγενικά
- τεντζερέδια
- τεντζερικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.