τέμπο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τέμπο < (μεταγραφή) ιταλική tempo < λατινική tempus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tempos < *temp- (τεντώνω, τείνω) ή *temh₂- (κόβω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtem.po/

Ουσιαστικό

τέμπο ουδέτερο άκλιτο (και σπανίως, ελληνοποιημένη γενική σε -ου)

  1. (μουσική) η ταχύτητα εκτέλεσης ενός μουσικού κομματιού ή τραγουδιού
      Οι κριτικές ύμνησαν την «καταπληκτική υπεροχή για το δέσιμο της ορχήστρας» και τον «υπέροχο συνδυασμό του τέμπου και του τόνου». (*)
     συνώνυμα: ρυθμική αγωγή
  2. (κατ’ επέκταση προφορικό) η ταχύτητα, ο αργός ή γρήγορος ρυθμός εκτέλεσης κάποιων ενεργειών
      Η «Sun» περιέγραψε την ήττα ως «Ballo-Helli», ενώ ο «Guardian» επίσης αφιέρωσε αρκετό χώρο στο ρεπορτάζ για την εμφάνιση του Ιταλού μέσου, Αντρέα Πίρλο, ο οποίος ήταν ο «ρυθμιστής» του τέμπου της αναμέτρησης, ενώ λίγο έλλειψε να πετύχει και τρίτο τέρμα προς τη λήξη της. (*)

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.