πάσο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πάσο τα πάσα
      γενική του πάσου των πάσων
    αιτιατική το πάσο τα πάσα
     κλητική πάσο πάσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική passo

Ουσιαστικό

πάσο ουδέτερο

  1. χαμηλό χώρισμα ανάμεσα σε δύο εσωτερικούς χώρους, που παρέχει τη δυνατότητα να μεταφέρονται αντικείμενα πάνω από αυτό και συνήθως τέτοιας κατασκευής που να μπορούν να τοποθετούνται επάνω του αντικείμενα
  2. το έντυπο που δίνει τη δυνατότητα στον κάτοχο να μετακινείται ελεύθερα ή χωρίς πληρωμή
     συνώνυμα: ελευθέρας
  3. το βήμα, ο βηματισμός
    • το περπάτημα
    • η απόσταση ανάμεσα σε δύο συνεχόμενες σπείρες σε βίδα, ντίζα κλπ

Εκφράσεις

  • με το πάσο μου: με τον δικό μου αργό ρυθμό
    ενώ έβλεπε το αυτοκίνητο που ερχότανε αυτός πήγαινε, στη μέση του δρόμου, με το πάσο του
    εμείς είχαμε γίνει μουσκίδι από τη βροχή κι αυτοί έστηναν τη σκηνή με το πάσο τους
  • πάω πάσο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.