τέμπλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τέμπλα | οι | τέμπλες |
| γενική | της | τέμπλας | — | |
| αιτιατική | την | τέμπλα | τις | τέμπλες |
| κλητική | τέμπλα | τέμπλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- τέμπλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τέμπλα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtem.bla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τέ‐μπλα
- παρώνυμο: τέμπλο
- Τέμπλες (τοπωνύμιο)
Ετυμολογία 2
- τέμπλα : κλιτικός τύπος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- τέμπλα < (άμεσο δάνειο) λατινική templum
Πηγές
- σελ. 11, Τόμος Ε΄, σελ. 281, Τόμος Ι΄, --Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.