τάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τάρα οι τάρες
      γενική της τάρας των ταρών
    αιτιατική την τάρα τις τάρες
     κλητική τάρα τάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τάρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tara < αραβική طرح (ṭarḥ: σκουπίδι, απόρριμμα) < ρίζα ط ر ح ‎(ṭ-r-ḥ)

Ουσιαστικό

τάρα θηλυκό

  1. το απόβαρο
  2. το ελάττωμα, το κληρονομικό κουσούρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.