κουσούρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουσούρι τα κουσούρια
      γενική του κουσουριού των κουσουριών
    αιτιατική το κουσούρι τα κουσούρια
     κλητική κουσούρι κουσούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουσούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kusur + < αραβική كسور (küsûr)

Ουσιαστικό

κουσούρι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.